χρυσόλογχος

χρυσόλογχος
χρυσό-λογχος, ον,
A with spear of gold,

Παλλάς E.Ion9

, cf. Ar.Th.318 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσόλογχος — ον, Α 1. (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.) 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι στρατιωτικό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λογχος (< λόγχη),… …   Dictionary of Greek

  • χρυσολόγχης — και χρυσεόλογχης, ὁ, Α χρυσόλογχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + λόγχης (< λόγχη)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσολόγχου — χρῡσολόγχου , χρυσόλογχος with spear of gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόλογχε — χρῡσόλογχε , χρυσόλογχος with spear of gold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”